- διαγγελία
- η (AM διαγγελία) [διάγγελος]η επίσημη γνωστοποίηση με διαγγελέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγγελίας — διαγγελίᾱς , διαγγελία notification fem acc pl διαγγελίᾱς , διαγγελία notification fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγγελίαι — διαγγελίᾱͅ , διαγγελία notification fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)